τραυλότητα

τραυλότητα
[-ης (-ητος)] η заикание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τραυλότητα" в других словарях:

  • τραυλότητα — η η ιδιότητα του τραυλού, ο τραυλισμός: Η τραυλότητά του τον εμπόδισε να γίνει διερμηνέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραυλότητα — η / τραυλότης, ητος, ΝΑ [τραυλός] η ιδιότητα τού τραυλού, κληρονομική ή επίκτητη δυσχέρεια στην ομιλία, τραυλισμός …   Dictionary of Greek

  • τραυλότητα — τραυλότης lisping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

  • τραύλωσις — ώσεως, ἡ, Α τραυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω / ῶ). Το ρ. τραυλῶ είναι μτγν.] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»